σιμίτι

σιμίτι
το см. σημίτι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σιμίτι" в других словарях:

  • σιμίτι — και σημίτι, το, Ν είδος μικρού μαλακού στρογγυλού πεπλατυσμένου και εύγευστου ψωμιού που πωλείται μαζί με τα κουλούρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. τουρκ. simit < αραβ. samid < σεμίδαλις «σιμιγδάλι»] …   Dictionary of Greek

  • σιμίτι — το ιού (λ. τουρκ.), κουλούρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σημίτι — το, Ν βλ. σιμίτι …   Dictionary of Greek

  • σιμιτζής — και σημιτζής, ο, Ν αυτός που φτειάχνει ή που πουλάει σιμίτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιμίτι + κατάλ. τζής (πρβλ. καφε τζής)] …   Dictionary of Greek

  • simit — SIMÍT, simiţi, s.m. Un fel de covrig turtit făcut din cocă mai moale decât a covrigilor obişnuiţi, presărat cu seminţe de susan. – Din tc. simit. Trimis de RACAI, 11.09.2008. Sursa: DEX 98  SIMÍT s. v. susan. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»